κώφωση

κώφωση
Έλλειψη της αντίληψης των ήχων. Μπορεί να είναι πλήρης ή να περιορίζεται σε εξασθένηση της ακουστικής οξύτητας (βαρηκοΐα) ή επίσης μπορεί να αφορά ολόκληρη την κλίμακα των ήχων ή μόνο ορισμένες συχνότητες (ακουστικά κενά). Το μέγεθος, ο τύπος, η διάρκεια και ενδεχομένως το ανατάξιμο μιας κ. εξαρτώνται από την παθολογική διεργασία η οποία την προκάλεσε και ακόμη περισσότερο από το σημείο του ακουστικού συστήματος όπου εντοπίζεται η βλάβη. Είναι πράγματι γνωστές κ. από βλάβες του συστήματος μετάδοσης (για παράδειγμα, εξωτερική ή μέση ωτίτιδα), του συστήματος αντίληψης (εσωτερική ωτίτιδα ή λαβυρινθίτιδα, ωτοσκλήρυνση), του ακουστικού νεύρου (τοξικοί παράγοντες, νεοπλασίες) και των ανώτερων νευρικών κέντρων της ακοής. Στις περιπτώσεις που το κοχλιακό σύστημα, έδρα των αισθητηρίων κυττάρων για τα ακουστικά ερεθίσματα, είναι ακέραιο και διατηρεί μια ικανοποιητική λειτουργία, η κ. μπορεί να ξεπεραστεί με τη χρησιμοποίηση ενισχυτών του ήχου (ακουστικά), οι οποίοι πλέον έχουν τελειοποιηθεί. Με τον όρο λεκτική κ. εννοείται η κατάσταση κατά την οποία το άτομο ακούει τον ήχο των λέξεων αλλά δεν κατανοεί τη σημασία τους. Στην ψυχική κ. το άτομο είναι ικανό και να επαναλάβει τις λέξεις, χωρίς όμως να καταλαβαίνει τη σημασία τους. Και η μία και η άλλη οφείλονται σε εγκεφαλικές βλάβες. Κ. μπορεί να συμβεί και μετά από παρατεταμένη έκθεση σε ήχο άνω των 80 ντεσιμπέλ (dB). Κάποιος βαθμός κ., με τη μορφή της βαρηκοΐας, παρατηρείται επίσης με την πάροδο της ηλικίας. Έρευνες οι οποίες ασχολήθηκαν με την επίδραση της κ. στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του ατόμου κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι χάρη στη δυνατότητα αναπληρωματικής δραστηριότητας μεταξύ αισθήσεων, τόσο η λογική όσο και η μνήμη και η φαντασία παραμένουν ακέραιες στους κωφούς. Στερούνται όμως αυτοί την έναρθρη επικοινωνία, τόσο λόγω της αδυναμίας αντίληψης του έναρθρου λόγου όσο και λόγω της πιθανής αδυναμίας έκφρασης που προέρχεται από την ίδια την κ. (κωφαλαλία). Έτσι οδηγούνται σε μείωση της γενικότερης επικοινωνίας με το περιβάλλον τους και, συχνά, σε κατάθλιψη και κοινωνική απομόνωση. Παρά το γεγονός όμως ότι η κ. εξακολουθεί να αποτελεί αφορμή κοινωνικών διακρίσεων, η τεχνολογική πρόοδος και η έμφαση που έχει δοθεί τα τελευταία χρόνια στον τομέα της εκπαίδευσης των κωφών στις ανεπτυγμένες χώρες έχει βελτιώσει σημαντικά την ποιότητα ζωής τους και έχει διευρύνει τις προοπτικές για την επαγγελματική τους αποκατάσταση.
* * *
η (Α κώφωσις) [κωφώ]
η απώλεια τής λειτουργίας τής ακοής ή η εξασθένησή της, κωφότητα, κουφαμάρα
νεοελλ.
1. γλωσσ. το φαινόμενο τής τροπής τού άτονου / e / σε / i / και τού άτονου / ο / σε / u /, π. χ. παιδί: πιδί, χωράφι: χουράφ'
2. φρ. α) «λεκτική κώφωση» — είδος αφασίας κατά την οποία παρατηρείται μεμονωμένη απώλεια τής υποδοχής τών λεκτικών ήχων
β) «μουσική κώφωση» — διαταραχή αφασικού ο οποίος δεν αναγνωρίζει τους μουσικούς ήχους
αρχ.
αμβλυωπία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κώφωση — η 1. κούφαμα, κουφαμάρα. 2. (γραμμ.), η μετάπτωση φωνήεντος: Κώφωση του e σε i στα βόρεια ιδιώματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουκουνάρι — και κουκκουνάρι, το (Μ κουκουνάριον) ο καρπός τού πεύκου, ο κώνος τής κουκουναριάς νεοελλ. 1. ο σπόρος που περικλείεται στον κώνο τού πεύκου 2. φρ. «τόν ταΐζει κουκουνάρια» τον συντηρεί πλουσιοπάροχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κοκκωνάριον (< κόκκων), με… …   Dictionary of Greek

  • κουφ(ο)- — (I) (Μ κουφ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό: δεν ακούει καθόλου, πάσχει από κώφωση (πρβλ. κουφ αηδόνι, κουφ άλογο) ή προκαλεί την κώφωση (πρβλ. κουφο λάχανο). Με τα σύνθετα τής ομάδας αυτής, που ανάγονται στο επίθ. κουφός… …   Dictionary of Greek

  • άμυδις — ἄμυδις επίρρ. (αιολικός τύπος του ἅμα) (Α) 1. (για χρόνο) κατά τον ίδιο χρόνο, συγχρόνως, μαζί 2. (για τόπο) στον ίδιο τόπο, μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αναλογικά πιθ. προς τον τ. ἄλλυδις < ἄλλος, που παράγεται με κώφωση του ο σε υ και ψίλωση. Σχετικά …   Dictionary of Greek

  • ίδιος — (I) ία, ον (ΑΜ ἴδιος, ία, ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.) …   Dictionary of Greek

  • αγνωσία — Η απώλεια της ικανότητας αναγνώρισης των ερεθισμάτων. Διακρίνεται σε οπτική α. ή ψυχική τύφλωση, όταν o άρρωστος δεν μπορεί να αναγνωρίσει το αντικείμενο βλέποντάς το, ενώ μπορεί να το αναγνωρίσει με την ακοή ή με την αφή· σε απτική α. ή… …   Dictionary of Greek

  • ακρουμάζομαι — και ακρομάζομαι, ακουρμάζομαι, και ακρουμαίνομαι 1. ακούω με προσοχή 2. αφουγκράζομαι, «στήνω αφτί» 3. κρυφακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ενδιαφέρει ετυμολογικά για το πλήθος τών τύπων που μεσολαβούν και τών μεταβολών που υφίστανται, ώστε να απαρτιστεί η… …   Dictionary of Greek

  • αλεπού — Ονομασία που αποδίδεται σε διάφορα σαρκοφάγα του γένους αλώπηξ της οικογένειας των κυνιδών. Τα βασικά διακριτικά γνωρίσματα του γένους αυτού είναι: οξύ ρύγχος, η κατατομή του οποίου αποτελεί προέκταση της αντίστοιχης του μετώπου, όρθια αφτιά με… …   Dictionary of Greek

  • αμύμων — ἀμύνων ( ονος), ον (Α) 1. (αρχικά ως επίθ. επίσημων ή διάσημων προσώπων και ποτέ θεών, αργότερα ως απλό τιμητικό επίθ. χωρίς να υπονοείται ηθική υπεροχή, όπως τα αξιότιμος, εξοχώτατος κ.λπ.) άμεμπτος, άψογος, εξαίρετος, έξοχος 2. (για πράγματα ή… …   Dictionary of Greek

  • από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”